- ξοανοποιία
- ξοᾰνοποιία, ἡ,A carving of images, Str.16.2.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξοανοποιία — ξοανοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή ξοάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ)] … Dictionary of Greek
ξοανοποιίαν — ξοανοποιίᾱν , ξοανοποιία carving of images fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξοανουργία — ξοανουργία, ἡ (Α) ξοανοποιία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + ουργία (< ουργός < ἔργον)] … Dictionary of Greek